- καραγκιοζοπαίκτης
- και καραγκιοζοπαίχτης, οαυτός που παίζει καραγκιόζη, ο καλλιτέχνης τού λαϊκού θεάτρου σκιών, που κινεί πίσω από την οθόνη τα χαρτονένια ή δερμάτινα ανδρείκελα και μιλάει αντί γι' αυτά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… … Dictionary of Greek